Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονιάς ο [xo
ás] Ο1 : καιρός πολύ κρύος με χιόνι ή που προμηνύει χιόνι: Ο φοβερός ~ παρέλυσε τη ζωή της πόλης. Ο καιρός γύρισε σε χιονιά. [χιονι(ά) -άς]