Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονίστρα η [xonístra] Ο25 : τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη: Tα κατακόκκινα και πληγιασμένα από τις χιονίστρες δάχτυλα των παιδιών της Kατοχής.
[χιόν(ι) -ίστρα]