Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονάτος -η -ο [xonátos] Ε3 : πάρα πολύ άσπρος, άσπρος σαν το χιόνι· κάτασπρος: Έχει χιονάτη επιδερμίδα / χιονάτα μαλλιά. Tα σεντόνια έγιναν χιονάτα με το καλό πλύσιμο. || η Xιονάτη, πρόσωπο παραμυθιού.
[μσν. χιονάτος < χιόν(ι) -άτος (Χιονάτη: λόγ. σημδ. γερμ. Schneewittchen ή γαλλ. Blanche-Neige)]