Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιμαιρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιμαιρικός -ή -ό [ximerikós] Ε1 : απραγματοποίητος· ουτοπικός: ~ πόθος. Xιμαιρικές ελπίδες. Xιμαιρικά σχέδια. χιμαιρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. chimérique < chimèr(e) = χίμαιρ(α)I -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες