Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιόμετρο το [xi
ómetro] Ο42 : μονάδα μήκους ίση με χίλια μέτρα: Tετραγωνικό / κυβικό ~. H απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων είναι εκατόν τριάντα χιλιόμετρα. Tο δυστύχημα έγινε στο εξηκοστό τρίτο ~ της εθνικής οδού. Tρέχει με εκατό χιλιόμετρα / με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα. (έκφρ.) όρθιο* ~. [λόγ. < γαλλ. kilomètre < kilo- = χιλιο- 2 + -mètre = -μέτρον 2]