Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιοχρονίτης ο [xi
oxronítis] Ο10 θηλ. χιλιοχρονίτισσα [xi oxronítisa] Ο27α : (οικ.) αυτός που είναι πολύ μεγάλος στην ηλικία: Ένας ~ γέρος. [χιλιόχρον(ος) -ίτης· χιλιοχρονίτ(ης) -ισσα]