Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιοστός -ή -ό [xiliostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός χίλια: H χιλιοστή επέτειος. (έκφρ.) για χιλιοστή φορά, πάρα πολλές φορές: Σου το είπα για χιλιοστή φορά. 2. (ως ουσ.): Πέτυχε και ο ~. α. το χιλιοστό, το ένα από τα χίλια ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκουν τα ογδόντα χιλιοστά του οικοπέδου. || γενικά, το ελαχιστότατο μέρος ενός όλου. β. χιλιοστόμετρο: Πέντε χιλιοστά.
[λόγ. < αρχ. χιλιοστός]