Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιοστόμετρο το [xiliostómetro] Ο42 : μονάδα μήκους ίση με το ένα χιλιοστό του μέτρου· χιλιοστό.
[λόγ. χιλιοστο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. millimètre]