Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιάρικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιάρικο το [xiáriko] Ο41 : χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών. || το αντίστοιχο ποσό. χιλιαρικάκι το YΠΟKΟΡ όταν θέλουμε να δηλώσουμε τη μικρή αγοραστική αξία των χιλίων δραχμών.

[χίλι(α) -άρικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες