Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάρα η [xi
ára] Ο25α : 1.μπουκάλα που χωρούσε χίλια δράμια (δυόμισι οκάδες): Mια ~ λάδι. 2. βενζινοκίνητο δίκυκλο με κινητήρα χιλίων κυβικών, και ως επίθ.: Έχει μια ~ (μηχανή). [χίλι(α) -άρα]