Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιάδα η [xiáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1.σύνολο από χίλιες μονάδες: Πουλήθηκε η πρώτη ~ των αντιτύπων του βιβλίου του. Ο αριθμός 3500 έχει τρεις χιλιάδες και πέντε εκατοντάδες. ΦΡ τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια, για κπ. που δείχνει μεγάλη αδιαφορία, αφηρημάδα ή άγνοια. 2. (πληθ.) ως απόλυτο αριθμητικό: Δύο / τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Δέκα χιλιάδες δραχμές. || για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο αριθμό ή πολύ μεγάλη ποσότητα: Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Οι προσκυνητές έρχονται κατά χιλιάδες. Σου το είπα χιλιάδες φορές. Tου έδωσε χιλιάδες πράγματα.

[αρχ. χιλιάς, αιτ. -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες