Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιαστός -ή -ό [xiastós] Ε1 : που έχει σχήμα X. || (γραμμ.) χιαστό σχήμα και ως ουσ. το χιαστό, σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο όροι ή φράσεις εκφέρονται με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Όταν σε βλέπω χαίρομαι, λυπούμαι όταν σε χάσω».
[λόγ. < ελνστ. χιαστός]