Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χημειοθεραπεία η [ximioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπεία διάφορων ασθενειών με χημικές ουσίες: Kαταπολέμηση του καρκίνου με ~.
[λόγ. < γαλλ. chimiothérapie < chimi(e) = χημεί(α) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]