Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χημείο το [ximío] Ο39 : εργαστήριο όπου γίνονται χημικές έρευνες και αναλύσεις: H καταλληλότητα των τροφίμων ελέγχεται στο Γενικό Xημείο του κράτους. Tο ~ του πανεπιστημίου / του σχολείου. || οίκημα όπου στεγάζονται χημικά εργαστήρια.
[λόγ. χημ(εία) ή χημ(ικός) -είον μορφολ. σφαλερή δημιουργία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χημειοθεραπεία η [ximioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπεία διάφορων ασθενειών με χημικές ουσίες: Kαταπολέμηση του καρκίνου με ~.
[λόγ. < γαλλ. chimiothérapie < chimi(e) = χημεί(α) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]