Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χημεία η [ximía] Ο25 : 1.επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες των διάφορων ουσιών, τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο παρασκευής τους: Οργανική / ανόργανη / αναλυτική ~. Φυσική ~, φυσικοχημεία. Εργαστήριο χημείας, χημείο. ~ τροφίμων. Σπουδάζει ~. || το μάθημα της χημείας, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο: Σήμερα έχουμε ~. Δώσε μου τη ~ σου. 2. σύμπτωση απόψεων, ενεργειών ή συνταίριασμα χαρακτήρων, ιδεολογιών κτλ., ώστε το αποτέλεσμα να είναι αρμονικό, ιδανικό: Tαιριάζουν οι χημείες τους. Tο να πετύχει μια συμβίωση είναι θέμα χημείας.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. chimie < alchimie `αλχημεία΄ < αραβ. al-kīmiyā (al: άρθρο) < συμφυρ. των ελνστ. χυμεία `επεξεργασία υγρών΄ (< αρχ. χῦμα `υγρό΄) + ελνστ. Χημία `Aίγυπτος΄ < αιγυπτ. kêm `μαύρη΄ (δηλ. εύφορη γη)]