Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηλή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου.

[λόγ. < αρχ. χηλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες