Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χερόμυλος ο [xerómilos] & χειρόμυλος ο [xirómilos] Ο20 : μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι.
[χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.]