Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χερσότοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χερσότοπος ο [xersótopos] Ο20 : χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος.

[χέρσ(ος) -ο- + -τοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες