Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χεριά η [xerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: Mια ~ χόρτο. Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα.
[μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά]