Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χελώνι το [xelóni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) διογκωμένοι αδένες του λαιμού, που έχουν την τάση να δημιουργούν αποστήματα· χοιράδες.
[ελνστ. χελώνιον `μύες της ράχης΄ υποκορ. του αρχ. χελώνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χελωνίσιος -α -ο [xelonísxos] Ε4 : που αναφέρεται ή που ανήκει στη χελώνα: Xελωνίσιο κρέας / καύκαλο.
[χελών(α) -ίσιος]