Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χελώνα η [xelóna] Ο25 : I1α.βραδυκίνητο φυτοφάγο ερπετό με τέσσερα κοντά πόδια, που το σώμα του καλύπτεται από ένα φολιδωτό όστρακο: ~ της ξηράς. Θαλάσσια ~. Aμφίβια ~, νεροχελώνα. H ~ όταν αμύνεται, μαζεύεται στο καβούκι της / στο καύκαλό της. Ο μύθος του λαγού και της χελώνας. β. σύμβολο βραδύτητας για κπ. ή για κτ. που είναι βραδυκί νητο(ς) ή νωθρό(ς): Δουλεύει / τα αυτοκίνητα κινούνταν με ρυθμό χελώ νας. || σαν τη ~, για αργό βάδισμα ή ρυθμό εργασίας, προόδου: Aυτός περπατάει / πάει σαν τη ~. H δουλειά προχωράει σαν τη ~. 2. το όστρακο της χελώνας· ταρταρούγα. II. ό,τι μοιάζει στο σχήμα με χελώνα. 1. φωτιστικό σώμα του τοίχου με ειδικό προστατευτικό κάλυμμα. 2. προστατευτικό μεταλλικό κουτί για μετρητή ηλεκτρικού ρεύματος. 3. κομμάτι από χυτό μέταλλο, κυρίως από μόλυβδο.
χελωνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. α. το μικρό της χελώνας. β. μικρή χελώνα. χελωνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I, μικρή χελώνα. [μσν. χελώνα < αρχ. χελών(η) μεταπλ. -α· χελών(α) -ίτσα]