Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χελιδονοφωλιά η [xeliδonofo
á] Ο24 : α.φωλιά χελιδονιών. β. (πληθ.) εκλεκτό φαγητό από φωλιές πουλιών της Άπω Aνατολής, που μοιάζουν με χελιδόνια. [χελιδόν(ι) -ο- + φωλιά]