Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειρώνακτας ο [xirónaktas] Ο5 : αυτός που δουλεύει με τα χέρια, που δεν κάνει πνευματική εργασία: Ο ξυλουργός είναι ~.
[λόγ. < αρχ. χειρῶναξ, αιτ. -ακτα]