Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειρουργικός -ή -ό [xirurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χειρουργική ή με το χειρούργο. α. που τον χρησιμοποιούν για εγχειρήσεις: Xειρουργική κλινική. Xειρουργικό τραπέζι. Xειρουργικά εργαλεία. β. που γίνεται με εγχείρηση: Xειρουργική επέμβαση. H θεραπεία ορισμένων νόσων είναι χειρουργική. γ. που αποτελείται ή που γίνεται από χειρούργους: Xειρουργική εταιρεία / ομάδα. Xειρουργικό συνέδριο. || (ως ουσ.) η χειρουργική*.
χειρουργικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. χειρουργικός, αρχ. σημ.: `που έχει δεξιοτεχνία΄]