Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειρουργείο το [xirurjío] Ο39 : αίθουσα νοσοκομείου όπου γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις: Kινητό ~, στρατιωτικό χειρουργείο στο μέτωπο. || (προφ.): Σήμερα έχω ~, θα χειρουργήσω.
[λόγ. χειρούργ(ος) -είον]