Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειροπιαστός -ή -ό [xiropxastós] & χεροπιαστός -ή -ό [xeropxastós] Ε1 : για κτ. που μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις· απτός: Tα παιδιά ενδιαφέρονται για τη χειροπιαστή πραγματικότητα. || Tου μίλησε με χειροπιαστά παραδείγματα και όχι με αφηρημένες έννοιες, που στηρίζονται σε εμπειρικές παραστάσεις. || (μτφ.) για τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει· ολοφάνερος: Xειροπιαστό αποτέλεσμα. Yπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για την ενοχή του. Aυτά είναι χειροπιαστά πράματα και δε σηκώνουν συζήτηση.
χειροπιαστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίδρ. στο χεροπιαστός (κατά το χειρο-) < χερο- + πιασ- (πιάνω) -τός]