Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειρολαβή η [xirolaví] Ο29 : τμήμα ενός αντικειμένου από όπου το πιάνου με ή μιας κατασκευής όπου στηριζόμαστε: Ο επιβάτης πιάνεται από τις χειρολαβές του λεωφορείου. H ~ ενός δοχείου, χέρι, χερούλι. H ~ μιας σκάλας, κουπαστή2.
[λόγ. < ελνστ. χειρολάβη με μετακ. τόνου κατά το λαβή]