Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειροκρότημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροκρότημα το [xirokrótima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: Ο λαός υποδέχτηκε τον πρωθυπουργό με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Tο τέλος της ομιλίας κάλυψαν τα ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα των ακροατών. Tο ~ είναι η αμοιβή του καλλιτέχνη.

[λόγ. χειροκροτη- (χειροκροτώ) -μα μτφρδ. γαλλ. battement de mains]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες