Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειροκροτητής ο [xirokrotitís] Ο7 : (μειωτ.) αυτός που πηγαίνει σε κομματικές συγκεντρώσεις και χειροκροτεί τον ομιλητή, για να κερδίσει κάποιο αντάλλαγμα, και μτφ. αυτός που υποστηρίζει κάθε γνώμη ή ενέργεια του κομματικού συνήθ. αρχηγού, με κραυγαλέο τρόπο.
[λόγ. χειροκροτη- (χειροκροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. applaudisseur]