Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειροκροτητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροκροτητής ο [xirokrotitís] Ο7 : (μειωτ.) αυτός που πηγαίνει σε κομματικές συγκεντρώσεις και χειροκροτεί τον ομιλητή, για να κερδίσει κάποιο αντάλλαγμα, και μτφ. αυτός που υποστηρίζει κάθε γνώμη ή ενέργεια του κομματικού συνήθ. αρχηγού, με κραυγαλέο τρόπο.

[λόγ. χειροκροτη- (χειροκροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. applaudisseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες