Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειραψία η [xirapsía] Ο25 : είδος χαιρετισμού κατά τον οποίο ο ένας πιάνει με την παλάμη του και κρατά για μερικά δευτερόλεπτα την παλάμη του άλλου: Aντάλλαξαν θερμή / μια τυπική ~. (λόγ. έκφρ.) διά χειραψίας, με χειραψία: Tον χαιρέτησε διά χειραψίας.
[λόγ. < ελνστ. χειραψία `λαβή των χεριών στην πάλη΄ σημδ. γερμ. Handgriff]