Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειραφετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειραφετώ [xirafetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : 1α.απαλλάσσω κπ. από τη γονική κηδεμονία: Ο νέος όταν ενηλικιώνεται χειραφετείται. || γίνομαι ανεξάρτητος: Οι νέοι χειραφετούνται σήμερα πολύ νωρίς. β. απαλλάσσω τη γυναίκα από κοινωνικούς περιορισμούς και κυρίως από την ανδρική εξουσία και κηδεμονία: Οι γυναίκες σήμερα έχουν χειραφετηθεί από τις προκαταλήψεις που τις δέσμευαν. Xειραφετημένη γυναίκα, απελευθερωμένη. 2. (υπ. αφηρ. ουσ.) απαλλάσσω κτ. από κάθε μορφή εξάρτησης, το αποδεσμεύω: Πρέπει να χειραφετηθεί η εθνική οικονομία από τα ξένα μονοπώλια / η τοπική αυτοδιοίκηση από την κεντρική εξουσία.

[λόγ. < μσν. χειραφετώ < χειρ(ο)- + ελνστ. ἀφέτ(ης) στη σημ.: `απελεύθερος στη Σπάρτη΄ (πρβ. μσν. χειράφετος `απελεύθερος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες