Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειράμαξα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειράμαξα η [xirámaksa] Ο27 : (λόγ.) καρότσι1.

[λόγ. < ελνστ. χειράμαξα `αμάξι με μπράτσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες