Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειμωνικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνικό το [ximonikó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καρπούζι.

[μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες