Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμωνανθός ο [ximonanθós] Ο17 : (λογοτ.) κάθε λουλούδι που ανθίζει το χειμώνα.
[λόγ. < νλατ. chimonanthus (αντί chimonanthum) < αρχ. χειμών (δες χειμώνας) + αρχ. ἄνθος, κατά το ανθός]