Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμαρρώδης -ης -ες [ximaróδis] Ε11 : 1.που είναι σαν χείμαρρος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ευφράδεια και ορμητικότητα: Xειμαρρώδες ύφος. Ο λόγος του ήταν ~.
[λόγ. < ελνστ. χειμαρρώδης `σε μορφή χείμαρρου΄ σημδ. γαλλ. torrentiel]