Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χείριστος -η -ο [xíristos] Ε5 λόγ. γεν. και χειρίστου, λόγ. θηλ. και χειρίστη : υπερθετικός βαθμός του επιθέτου κακός, πάρα πολύ κακός. ANT άριστος: H συμπεριφορά του μου έκανε χειρίστη εντύπωση. Προϊόντα χείριστης ποιότητας. Άνθρωπος / προϊόντα του χειρίστου είδους.
χείριστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. χείριστος υπερθ. του κακός]