Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χείλος το [xílos] Ο46 γεν. χειλέων : 1.(ανατ.) α. καθεμιά από τις μυώδεις πτυχές του προσώπου που κλείνουν το στόμα και που εκτείνονται η μία προς τα επάνω έως τη μύτη και η άλλη προς τα κάτω έως το σαγόνι: Tο επάνω και το κάτω ~ του ανθρώπου / του αλόγου. β. (πληθ.) πτυχές του δέρματος στα έξω γεννητικά όργανα της γυναίκας: Tα χείλη του αιδοίου. 2. το άκρο όπου καταλήγει ένα άνοιγμα, μια κοιλότητα: Tο ~ του γκρεμού / της αβύσσου. Tα χείλη του ποτηριού / του τραύματος. ΦΡ στο ~ της αβύσσου* / του γκρεμού*.
[λόγ. < αρχ. χεῖλος]