Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαώδης -ης -ες [xaóδis] Ε11 : 1.που τον χαρακτηρίζει μεγάλη αταξία, σύγχυση· χαοτικός: H κατάσταση της χώρας μετά τον πόλεμο ήταν ~. H εικόνα που παρουσιάζει η οικονομία είναι ~. 2. για μεγάλο, κλειστό χώρο, συνήθ. κενό: Mια ~ αίθουσα.
[λόγ. < μσν. χαώδης < χά(ος) -ώδης]