Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαϊδολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαϊδολογώ [xaiδoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.χαϊδεύω κπ. με ιδιαίτερη τρυφερότητα και για πολλή ώρα: Kάθισε στα γόνατα της γιαγιάς για να τον χαϊδολογήσει. || (επέκτ.) φροντίζω κπ. πολύ στοργικά. 2. (παθ.) προσπαθώ να προκαλέσω το τρυφερό και συνεχές ενδιαφέρον των άλλων: Xαϊδολογιέται και μας κάνει την άρρωστη.

[χάιδ(ι) -ο- + -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες