Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαϊδευτικός -ή -ό [xaiδeftikós] Ε1 : που εκδηλώνει την τρυφερότητα και τη συμπάθεια με ανάλογες χειρονομίες ή λέξεις: Tου έδωσε ένα χαϊδευτικό χτύπημα στον ώμο. Xαϊδευτικό όνομα, υποκοριστικό, π.χ. Kωστάκης, γατάκι. || (ως ουσ.) το χαϊδευτικό.
χαϊδευτικά ΕΠIΡΡ: Tην Παναγιώτα τη φωνάζουν ~ Tούλα. [χαϊδεύ(ω) -τικός]