Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαϊβάνι το [xaiváni] Ο44 : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός· ζώο2γ. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο.
χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hayvan (από τα περσ.) -ι]