Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαψιά η [xapsxá] Ο24 : (οικ.) 1α. μπουκιά: Tο αυγό το έκανε μια ~, το έφαγε ολόκληρο. β. (για τροφή) πολύ μικρή ποσότητα: Δώσ΄ μου μια ~ ψωμί / φαΐ. 2. (μτφ.) για πολύ μικρόσωμο ή πολύ νεαρό άτομο: Είναι μια ~ άνθρωπος.
[χαψ- (χάφτω) -ιά]