Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαχανητό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαχανητό το [xaxanitó] Ο38 : (οικ.) δυνατό και παρατεταμένο γέλιο· χάχανο.

[χάχαν(ο) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες