Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαφιεδισμός ο [xafxeδizmós] Ο17 : ενέργεια, συμπεριφορά χαφιέ· κατάδοση: Στα δικτατορικά καθεστώτα καλλιεργείται ο ~ των πολιτών.
[λόγ. χαφιεδ- (χαφιές) -ισμός]