Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαυνώνω [xavnóno] -ομαι Ρ1 : αποχαυνώνω.
[λόγ. < ελνστ. χαυν(ῶ) -ώνω `χαλαρώνω΄, αρχ. σημ.: `φουσκώνω από αλαζονεία΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. χαυν(ῶ) -ώνω `χαλαρώνω΄, αρχ. σημ.: `φουσκώνω από αλαζονεία΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |