Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαυλιόδοντας ο [xavlióδondas] Ο5 : 1.καθένα από τα δύο μεγάλα δόντια, ελαφρά κυρτά προς τα επάνω, που βρίσκονται στην επάνω σιαγόνα και προεξέχουν από το στόμα του ελέφαντα και του αγριόχοιρου: Οι χαυλιό δοντες χρησιμεύουν ως αμυντικά όπλα. Δόντια σαν χαυλιόδοντες, για δόντια που προεξέχουν. 2. (προφ.) μεγάλο μέσο, ισχυρός προστάτης.
[λόγ. < αρχ. χαυλιόδους, αιτ. -οντα `δόντι που προεξέχει, όπως του αγριόχοιρου΄]