Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χατίρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χατίρι το [xatíri] Ο44 : 1.ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη στις εκφράσεις κάνω σε κπ. το ~ / τα χατίρια, ικανοποιώ την επιθυμία / τις επιθυμίες του: Kάνε μου το ~ να μείνεις μαζί μου. Οι γονείς του του κάνουν όλα τα χατί ρια. Θα σου ζητήσω (να μου κάνεις) ένα ~. γίνεται το ~ κάποιου, ικανο ποιείται η επιθυμία του: Θα γίνει το ~ σου. δε χαλάω ~, δε δυσαρεστώ κανέναν. || (έκφρ.) για (το) ~ του / της, για χάρη του / της. 2. μεροληπτική εύνοια: Πέρασε την τάξη με ~, χωρίς να το αξίζει. (έκφρ.) κάνω χατίρια, μεροληπτώ, χαρίζομαι: Ο δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του. χατιράκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. hatιr (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χατιρικός -ή -ό [xatirikós] Ε1 : που γίνεται για την εξυπηρέτηση κάποιου, για την ικανοποίηση της επιθυμίας του: H τιμή που σας κάνω είναι χατιρική, πολύ χαμηλή. H βαθμολογία που πήρε είναι χατιρική, χαριστική. χατιρικά ΕΠIΡΡ: Mου το έδωσε ~ χίλιες δραχμές φτηνότερα, για χάρη μου. Πέρασε την τάξη ~, χαριστικά.

[χατίρ(ι) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες