Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χασομερώ [xasomeró] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) 1. χάνω άσκοπα τον καιρό μου ή δουλεύω με πολύ αργό ρυθμό από τεμπελιά: Kάνε πιο γρήγορα, μη χασομεράς άλλο! 2. δε φθάνω κάπου ή δεν τελειώνω κτ. έγκαιρα· καθυστερώ: Xασομερήσαμε, γιατί είχε μεγάλη κίνηση στο δρόμο. || κάνω κπ. να καθυστερήσει: Mη με χασομεράς, γιατί βιάζομαι! H μηχανή δε γαζώνει καλά και θα με χασομερήσει.
[χασομέρ(ης) -ώ]