Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χασμωδία η [xazmoδía] Ο25 : 1.(γραμμ.) φαινόμενο που παρατηρείται όταν συναντηθούν δύο φωνήεντα που ανήκουν σε δύο γειτονικές συλλαβές: Εξωτερική ~, ανάμεσα σε δύο λέξεις, όταν η πρώτη τελειώνει σε φωνήεν και η δεύτερη αρχίζει από φωνήεν, π.χ. «το είπα». Εσωτερική ~, μέσα σε μία λέξη, π.χ. «ακούουν». Aποφυγή της χασμωδίας, φαινόμενο κατά το οποίο αίρεται η χασμωδία που προκαλείται από τη συνάντηση δύο φωνηέντων: Aποφυγή της χασμωδίας γίνεται με τη συνίζηση, την κράση, την έκθλιψη κτλ. 2. το κενό που δημιουργεί η διακοπή: α. στην εκτέλεση ενός μουσικού έργου. β. στην απαγγελία των ρόλων σε μια θεατρική παράσταση. 3. (μτφ.) σύγχυση που δημιουργείται όταν σε μια συγκέντρωση πολλών ατόμων μιλούν όλοι μαζί.
[λόγ. < ελνστ. χασμωδία (στη σημ. 1) < επίθ. χασμώδ(ης) `που προκαλεί χάσμα στην άρθρωση΄ -ία]