Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασμουρητό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασμουρητό το [xazmuritó] Ο38 : χασμούρημα που επαναλαμβάνεται: M΄ έπιασε ένα ακατάσχετο ~ / ~ που δε σταματάει.

[χασμουρ(ιέμαι) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες